-
1 ὑπέρχομαι
ὑπ-έρχομαι, [tense] aor. ὑπῆλθον, [dialect] Ep. -ήλυθον, the only tense used by Hom. (in both forms); [dialect] Dor.subj.Aὑπένθῃ Berl.Sitzb.1927.158
([place name] Cyrene); [tense] pf.ὑπελήλυθε Men.498
:—go or come under, get under, c. acc.,ὑπήλυθε θάμνους Od.5.476
;ὑπήλθετε δῶμ' Ἀΐδαο 12.21
;ἐπεί κε μέλαθρον ὑπέλθῃ 18.150
, cf. Berl.Sitzb. l.c.;ὄφρ' ἂν γᾶν ὑπέλθῃ A.Eu. 339
(lyr.); [ἡ μήτρα] ὅλη [τὴν κύστιν] ὑπελήλυθεν Sor.1.7
: with a Prep., ὑπὸ τὴν φορὰν τοῦ ἀκοντίου come within its range, Antipho 3.2.5;εἰς τὴν ὁδὸν τοῦ ἀκοντίου Id.3.4.5
; ὑπὸ τὸ βέλος ibid.: rarely c. dat., τοῖς στενοῖς enter (come under the mountains), Plu.Comp.Per.Fab.2.II of involuntary feelings, come upon, steal over one, c. acc.,Τρῶας δὲ τρόμος αἰνὸς ὑπήλυθε γυῖα Il.7.215
, 20.44;φρίκης αὐτὸν ὑπελθούσης Hdt.6.134
;ὥς μ' ὑπῆλθέ τις φόβος S.Ph. 1231
, cf. El. 1112; θαῦμά τοί μ' ὑπέρχεται ib. 928; ὥσθ' ἵμερός μ' ὑπῆλθε .. E.Med.57, cf. Philem.79.1;οὐ γάρ τις οἶκτος σῆς μ' ὑ. φυγῆς E.Hipp. 1089
; ἐς δ' ἄκραν δεῖμ' ὑπῆλθε κρατὸς φόβαν, of fear causing the hair to stand up, S.OC 1465 (lyr.);ἐκ ποδῶν δ' ἄνω ὑ. σπαραγμὸς εἰς ἄκρον κάρα A.Fr. 169
; .III of persons, creep or insinuate oneself into another's good graces, fawn upon,εἶδες οἷ' ὑπέρχεται ἡμᾶς; Ar.Eq. 269
(troch.);οἱ κριταὶ ὑ. Ἀλκιβιάδην And.4.21
; ὑ. τὰς ἀρχάς, τοὺς πολεμίους, X.Lac.8.2, Ath.2.14;ὑ. πάντας ἀνθρώπους καὶ δουλεύων Pl.Cri. 53e
;ὑ. καὶ θεραπεύειν D.23.8
;ὑ. δώροις καὶ κολακείαις Plu.Luc.6
.2 entrap, beguile,λάθρᾳ μ' ὑπελθών S.OT 386
;οἷ αὖ μ' ὑπῆλθες Id.Ph. 1007
;δόλῳ μ' ὑπῆλθες E.Andr. 435
, cf. Supp. 138, IA67;τὸν ἄνδρα ποικίλως ὑ. ἐν λόγοισιν Ar.Eq. 459
.VII of excrements, pass, Gal.18(2).147, Orib.Eup.1.9.10; ὑπέρχεται ῥᾳδίως, of laxative food, Gal.6.629; also of semen,καθεύδοντι ὑπέρχεται Ruf.
ap. Orib.6.38.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπέρχομαι
-
2 ὑποτρέχω
A ; - δεδρόμηκα (v. infr. IV):—run in under, ὑπέδραμε καὶ λάβε γούνων ran in under the spear or sword and clasped his knees, Il.21.68, Od. 10.323 (though it may be only, ran up to him);ὑ. πρὸς στέρνα πατρός E.IA 631
, cf. [ 636];ὑπὸ τοὺς πόδας τοῦ ἵππου ὑπέδραμε Hdt. 7.88
; ὑ. ὑπὸ τὴν τοῦ ἀκοντίου φοράν in under, within the dart's range, Antipho 3.2.4: later c. acc.,νησίον ὑ.
run under the lee of..,Act.Ap.
27.16;ὑ. πρῶνας Them.Or.13.168b
;τὸν τρίβωνα Philostr.Ep.7
: c. dat., [ ταῖς πλατάνοις] Plu.2.185e; ναυλόχοις ib.243e.III run in between, intercept,λῃστάς X.Cyr.1.2.12
; ;ἐν ταῖς συνόδοις ἡ σελήνη τὸν [τοῦ ἡλίου] κύκλον ὑποτρέχουσα Jul.Or.2.80d
(cf.ὑποθέω 1.2
);ὅταν [ἡ σελήνη] ὑπὸ τὴν φλόγα [τοῦ ἡλίου] ὑποδράμῃ D.C.60.26
; pass between a star and the earth, Ptol.Alm.8.4.2 = ὑποσκελίζω, trip up, overreach, τῶν στρατηγῶν ὑποδραμὼν τοὺς (Bentl. for τῶν) (dub. l.).3 interrupt, Diusap.Stob.4.21.17.4 usurp,τὴν Ἡρακλέους προσηγορίαν S.E.M.9.36
; τὴν τῶν θεῶν τιμήν ib.38:—[voice] Pass., τὰς ὑποδεδραμημένας ἐπιστατείας the posts into which they have crept, PTeb.24.67 (ii B. C.).IV overrun, steal over, ἔρευθος ὑ. steals over the skin, Hp.Fract.27; καί τις οἷον ἀπελπισμὸς ὑπέδραμεν τοὺς ἀνθρώπους a kind of despair came over people, Plb.30.32.11;καί τις ἔλεος αὐτὸν ὑποτρέχει Id.9.10.7
: also c. dat.,αὔτικα χρῷ τῦρ ὐπαδεδρόμακεν Sapph.2.10
; in slightly different sense, ὑπέδραμέ τις ἔννοια.. τοῖς ἀνθρώπις occurred to people, Plb.16.6.10; οὐχ ὑπέδραμε δέ it did not occur to him, Str.12.3.27, cf. Arr.Epict.4.2.2: c. acc. et inf., Plb.14.12.5.V insinuate oneself into any one's good graces, flatter, fawn upon,ὑ. τινὰ θωπείᾳ E.Or. 670
, cf. Aeschin.3.162;ὃς δ' ἂν.. χαρίζηται ὑποτρέχων Pl.R. 426c
;θωπείαις ὑποδραμών Id.Lg. 923b
;ὑ. καὶ κολακεύειν Phld.Ir.p.66
W.VI Medic., ἢν οἷον λίθοι ὑποτρέχωσιν if what seem to be stones get into the eye, Hp.Loc.Hom.13; but ὡς τὸ δάκρυον συμπεπηγὸς ὑποτρέχειν ποιέῃς so as to make the coagulated tears run off, ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποτρέχω
См. также в других словарях:
υπέρχομαι — ΜΑ 1. περιέρχομαι, τίθεμαι υπό την εξουσία κάποιου («τὸν αὐτὸν θεὸν ὑπιών», Πρόκλ.) 2. υιοθετώ («ὑπελθὼν τὴν πρὸς ἡμᾱς ὁμοίωσιν», Κύριλλ.) 3. δοκιμάζω εμπειρία, αποκτώ εμπειρία («χρησίμην ὑπελθὼν τὴν οἰκονομίαν», Ευσ.) 4. αναλαμβάνω, επιτελώ (α.… … Dictionary of Greek
φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς … Dictionary of Greek